Αποσπάσματα της ομιλίας Γιάννη Μπουτάρη
στην παρουσίαση της «Μάστιγας του Θεού»
Πριν από έξι χρόνια, σε τούτη την πόλη έγινε η πρώτη «λαοσύναξη» για το ουσιαστικά λησμονημένο πια από την Ιεραρχία θέμα της αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες. Αυτή η επίδειξη πολιτικής δύναμης της Εκκλησίας τέλειωσε με το πολιτικό σύνθημα: «Από τη Θεσσαλονίκη αρχίζει η νίκη». Νίκη εναντίον του σύγχρονου κοσμικού κράτους.
Ξαναδιαβάζοντας το βιβλίο του Μανώλη Βασιλάκη «Η Μάστιγα του Θεού» προκειμένου να το παρουσιάσω, ένιωσα την παρόρμηση να σταθώ ιδιαίτερα στο κεφάλαιο που περιγράφει τη λαοσύναξη στην πόλη μας, ώστε να φρεσκάρω τη μνήμη μου με τα όσα τρομερά ακούσαμε εκείνη την ημέρα. Tον λεκτικό ανασκολοπισμό των «γραικύλων» και την εμβληματική φράση του λαϊκισμού: «Ας λέει ο νόμος… Η φωνή του λαού έχει προτεραιότητα», «Εμείς εκπροσωπούμε τον λαό»! Κι ήταν τότε μόλις δυόμισι μήνες που είχε επανεκλεγεί η κυβέρνηση του… «δικτάτορα» Σημίτη.
Αλλά για τον φανατισμό του πλήθους χρειαζόταν η προβολή και άλλων επιβουλών.
– Εξωτερικοί κίνδυνοι: «Κινδυνεύουμε από τη Δύση»!
– Εσωτερικοί κίνδυνοι: «Θέλετε και άλλα μέτρα που ασφαλώς θα ακολουθήσουν; Να μερικά: Θα αφαιρεθούν οι εικόνες του Χριστού από τις αίθουσες των σχολείων και των δικαστηρίων και των νοσοκομείων, και των στρατώνων. Θα αφαιρεθεί από τους κοντούς των σημαιών ο Σταυρός. Ίσως να χρειασθεί να αλλάξει και η σημαία μας, επειδή έχει το Σταυρό. Βλέπουν το σταυρό και παθαίνουν κρίση, δαιμονίζονται. Ή και ο εθνικός μας ύμνος επειδή μιλάει για το Σταυρό…».
Τέσσερα χρόνια μετά, ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών όλες αυτές τις κινδυνολογίες τις ξέχασε και δεν έθεσε ξανά το «μείζον εθνικό θέμα» των ταυτοτήτων. Απ’ αυτή την πόλη λοιπόν αναστάτωσε την Ελλάδα, την έκανε μπάχαλο επί δύο χρόνια για τις ταυτότητες και τις αντάλλαξε με τα ευρω-αργύρια από τα Γ΄ και Δ΄ Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης. Ζάλισε, φανάτισε, δίχασε, αποβλάκωσε και… ξέχασε, όπως συνέβη και με τα παλιότερα εθνικιστικά συλλαλητήρια πάλι στην πόλη μας, όπου πρωτοστατούσε η Εκκλησία. Δεν περιμένω να πάρουν πίσω την υπογραφή τους τα τρία εκατομμύρια πολίτες που υπέγραψαν σ’ εκείνο το αντισυνταγματικό «δημοψήφισμα» για ένα πουκάμισο αδειανό. Θα ζητήσουν όμως να τους δοθεί ποτέ καμιά εξήγηση; Αισθάνομαι θυμό για την καπηλεία του θρησκευτικού αισθήματος.
Ο κύριος Νομάρχης, ο κύριος Δήμαρχος, οι αρχές της Θεσσαλονίκης, δεν διεκδικούν όμως με τον ίδιο αποτελεσματικό τρόπο χρήματα για την επίλυση προβλημάτων και την ανάπτυξη της πόλης. Αλλά για την ανικανότητά τους λένε πως φταίει το «κράτος της Αθήνας». Και βέβαια διεκδικούν πάντα τις «ευλογημένες» ψήφους, πολλές φορές με εθνοκαπηλικά σόου, σαν αυτό που καταγράφει ο Βασιλάκης στο βιβλίο του: Όταν ο Ψωμιάδης αναρτά μέσα στην αίθουσα της Bουλής την ελληνική σημαία τον Απρίλιο του 1999 κερδίζοντας τα συγχαρητήρια του Αρχιεπισκόπου.
Το βασικότερο χαρακτηριστικό της αρχιεπισκοπικής πολιτικής είναι, κατά τη γνώμη μου, η οποία ενισχύεται από την τεκμηρίωση που κάνει ο Βασιλάκης, η απληστία για περισσότερη πολιτική και οικονομική εξουσία και η αδιαφορία για την όποια πνευματική παρουσία: Δεν θυμούμαι άλλον αρχιεπίσκοπο που να ενδιαφέρεται τόσο πολύ για το χρήμα, τη χλιδή και την προβολή από τα ΜΜΕ. Και σ’ αυτό είναι αποδεδειγμένα πιο απαιτητικός και πιο αποτελεσματικός και από τον κύριο Δήμαρχο και τον κύριο Νομάρχη. Διεκδικεί τα πάντα. Κι όταν ικανοποιηθούν τα μεγάλα αιτήματά του, ζητά και τα ρέστα. Αν μπορούσε να μετατρέψει η Μονή Πετράκη σε Βατικανό, θα το έκανε ευχαρίστως. Ακόμα και η σύγκρουση με τον Οικουμενικό Πατριάρχη ήταν σύγκρουση χωρίς το παραμικρό θεολογικό επιχείρημα, μια σύγκρουση για εξουσία και τα ταμεία των μητροπόλεων.
Μια άλλη πτυχή που αναδεικνύεται με όσα στοιχεία παραθέτει ο Βασιλάκης, είναι αυτό που σατιρίζει ως «σχέδιο χαμαιλέων». Για να πετύχει τους εξουσιαστικούς και οικονομικούς στόχους, φοράει όποιο ένδυμα του ταιριάζει: φιλοευρωπαίος-αντιευρωπαίος, εχθρός του Ισλάμ-«αδελφός» των μουσουλμάνων, τουρκοφάγος-νηφάλιος κ.λπ., αρκεί εκείνη τη στιγμή να έχει ακροατήριο με ετούτη ή εκείνη την εμφάνιση. Προκειμένου να πετύχει αυτούς τους στόχους, προβάλλει συνήθως με ιδιαίτερη οξύτητα ισχυρισμούς που είναι προφανές ότι δεν ισχύουν, χωρίς να τον απασχολεί αν ορθοτομεί την αλήθεια. Ας το πούμε πολύ κομψά: ο Μακαριώτατος έχει μια παθολογικά κακή σχέση με την αλήθεια.
Έχει επίσης μια παθολογική εχθροπάθεια με αυτό που ονομάζει «χάρυβδη του πολυπολιτισμού». Στις περισσότερες ομιλίες του δαιμονοποιεί και καταράται την πολυπολιτισμικότητα. Ισχυρίζεται πως στην Ελλάδα «έχουν έρθει μετανάστες» και «κινδυνεύουμε να γίνουμε πρόσφυγες στην ίδια μας την πατρίδα»… Και στον «οδοστρωτήρα» ή «χοάνη» της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως τη χαρακτηρίζει, υπάρχει τάχα μια «προσπάθεια συντονισμένη και μεθοδευμένη» να «πολτοποιηθούμε» και να «ομογενοποιηθούμε». Οι «ξένοι θέλουν να μας κάνουν κιμά». Βλέπει παντού συνωμοσίες (της «φράγκικης Δύσης», των «βάρβαρων Τούρκων», των Εβραίων, του «διεθνούς σιωνισμού»…) σε βάρος του «περιούσιου λαού» με τον «ανώτερο πολιτισμό». Το να κάνει κανείς τέτοια κηρύγματα, ειδικά στη «νύμφη του Θερμαϊκού», είναι σαν να κλείνει τα μάτια για να μη βλέπει την πραγματικότητα.
Το τελευταίο σημείο που θα ήθελα να σχολιάσω είναι το ιδεολόγημα το οποίο, συμπυκνωμένο σε σύνθημα, εκτοξεύθηκε για πρώτη φορά από την εξέδρα της Θεσσαλονίκης: «Ελλάδα σημαίνει Ορθοδοξία». Οραματίζεται δηλαδή μια «Ελλάδα Ελλήνων Ορθοδόξων» στη θέση της χουντικής «Ελλάδας Ελλήνων Χριστιανών» που κατέρρευσε. Από την άνοδο του Αρχιεπισκόπου Αθηνών στον θρόνο καταβάλλεται μια τεράστια προπαγανδιστική προσπάθεια να επιβληθεί αυτή η αντίληψη. Αυτό πρακτικά σημαίνει ένα κράτος που θρησκεύεται, μια θρησκευόμενη πολιτεία. Στην ερώτηση τι κράτος είναι η Ελλάδα, η απάντηση σύμφωνα με την ιεραρχία πρέπει να είναι: «Ορθόδοξο!». Για σκεφθείτε, τι κράτη είναι η Βρετανία, η Γαλλία, η Γερμανία, οι ΗΠΑ; Δεν διανοείται κανείς να τα προσδιορίσει με βάση το θρήσκευμα της πλειονότητας. Και δεν έχασαν ούτε την «ιδιοπροσωπία» τους ούτε την «ταυτότητά» τους ούτε πρόκειται να καταστραφούν επειδή δεν θρησκεύονται – αντιθέτως, προοδεύουν.
Η κατηγορία του Οικουμενικού Πατριάρχη εναντίον του Αρχιεπισκόπου Αθηνών: «εισπηδών, νοσφιζόμενος, κλέπτων», λόγω των διεκδικήσεών του στη Βόρεια Ελλάδα, θα μπορούσε να διατυπωθεί και για τις «εισπηδήσεις» και αξιώσεις του στα θέματα της πολιτείας. Στη χώρα μας έχουμε την ιδιαιτερότητα η Ορθόδοξη Εκκλησία να είναι κρατικός θεσμός. Ο Αρχιεπίσκοπος δεν συμπεριφέρεται σαν ιεράρχης, αλλά σαν πολιτικός. Γιατί δεν κάνει πολιτικό κόμμα;
Τελειώνοντας, θέλω να παρατηρήσω πως το βιβλίο αυτό είναι πυκνό και πλούσιο. Αποτελεί μια δύσκολη σύνθεση η οποία παρουσιάζει και αναλύει τις ακραίες μορφές έκφρασης του Νεοελληνικού Αντιδιαφωτισμού με ακρίβεια ακαδημαϊκή. Αλλά ταυτόχρονα, εκτός από την καταγραφή και τις εξαιρετικές αναλύσεις, έγινε αμέσως ανάρπαστο γιατί το καθιστούν δημοφιλές λαϊκό ανάγνωσμα οι παρεμβολές σατιρικών περιγραφών με έναν καβγατζή ήρωα που τα κάνει όλα μόνος του. Κάποιο άλλο βιβλίο 666 σελίδων θα ήταν κουραστικό. Ετούτο διαβάζεται και ξαναδιαβάζεται ευχάριστα, τμηματικά ή ολόκληρο, και πιστεύω πως θα αποτελεί σημείο αναφοράς και στη μετά Χριστόδουλο εποχή.
O κ. Στέφανος Μάνος, παρουσιάζοντας τη «Μάστιγα του Θεού» στην Αθήνα, σε εκδήλωση που έγινε συμβολικά στις 6.6.06, έκανε έκκληση στους αναγνώστες να κάνουν δώρο ένα αντίτυπο στον παπά της ενορίας τους. Εγώ νομίζω ότι ίσως πιο χρήσιμο θα ήταν να χαρίζουν ένα αντίτυπο στους πολιτικούς που ψηφίζουν.
Friday, November 03, 2006
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment